- θρομβολυτικά
- Φάρμακα που μπορούν να διαλύσουν ταχύτατα έναν θρόμβο. Επειδή προκαλούν τάση προς εκχυμώσεις και αιμορραγίες, τα θ. συνήθως είναι κατάλληλα μόνο για ενδονοσοκομειακή χρήση, είτε υπό συνεχή ενδοφλέβια έγχυση είτε κατευθείαν στο προσβεβλημένο αγγείο. Μετά από ένα οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, χορηγούνται στον ασθενή θ. μέσα σε λίγες ώρες από το επεισόδιο, για να περιοριστεί –όσο γίνεται– η βλάβη του μυοκαρδίου και στην καλύτερη περίπτωση να διανοιχτεί η αποφραχθείσα στεφανιαία αρτηρία. Ιδιαίτερα αυξημένα ποσοστά επιβίωσης εμφραγμάτων, αναφέρονται στις περιπτώσεις που τα θ. χορηγήθηκαν μέσα σε 4 ώρες από το επεισόδιο.
Dictionary of Greek. 2013.